Αναγνωστόπουλος Δημήτριος
Ταξίαρχος ε.α.
Κυρία , Κύριε
Λυπάμαι γιατί τώρα τελευταία ορισμένοι συνάδελφοι σας των γραπτών (εφημερίδες -περιοδικά ) ή και των ηλεκτρονικών ΜΜΕ (ραδιοφωνικοί -τηλεοπτικοί σταθμοί ) αποδέχονται την αυθαίρετη δημοσιογραφική ονομασία του ενστόλου και να την αναπαράγουν .
Γιατί δεν ονομάζετε διαφορετικά τα επαγγέλματα των ιατρών ,δικηγόρων ,δημοσιογράφων ,πολιτικών, δικαστικών ,εκπαιδευτικών κλπ ;
Είναι ντροπή ,ίσως το αρχαιότερο επάγγελμα και ιδιότητα δηλαδή τους στρατιωτικούς να τους ονομάζετε ένστολους .
Το Λεξικό της κοινής νεοελληνικής είναι ένα σύγχρονο και πλήρες ερμηνευτικό, ορθογραφικό και ετυμολογικό λεξικό της νέας ελληνικής. Εκδόθηκε τον Δεκέμβριο του 1998 από το Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και αποτελεί αποτέλεσμα πολύχρονης και συστηματικής επεξεργασίας. Είναι το πρώτο λεξικό της νεοελληνικής που έθεσε επιστημονικές λεξικογραφικές αρχές και επηρέασε με τον τρόπο αυτό καθοριστικά τη σημερινή νεοελληνική λεξικογραφική πραγματικότητα.
Ας δούμε τi γράφει και πώς ερμηνεύει τις λέξεις
ΛΕΞΙΚΟ
στολή η [stolí] Ο29 : ομοιόμορφη ενδυμασία την οποία φορούν άτομα που ασκούν ορισμένα επαγγέλματα, συνήθ. κατά την ώρα της εργασίας τους, ή άτομα που κατέχουν ένα αξίωμα, κατά τις επίσημες εμφανίσεις τους κτλ.: Στρατιωτική ~, των στρατιωτικών, τα στρατιωτικά. Nαυτική ~, των ναυ τικών, τα ναυτικά. Iερατική ~. ~ αξιωματικού. ~ στρατηγού / λοχαγού / στρατιώτη. ~ πλοιάρχου / ναύτη. ~ αστυνομικού. ~πυροσβέστη – κλητήρα / θυρωρού. Xειμερινή / θερινή ~. ~ αγγαρείας / εξόδου, των στρατιωτικών. Mεγάλη ~, που φορούν οι αξιωματικοί στις επίσημες τελετές. ~ ιππασίας / αστροναύτη / δύτη, κατάλληλη για τη δραστηριότητα που ασκούν. || παραδοσιακή, εθνική ενδυμασία, όταν φοριέται στη σύγχρονη εποχή σε διάφορες εκδηλώσεις ή παραστάσεις: Xόρεψαν ντυμένοι με νησιώτικες στολές.
εν [en] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εν-) σε ΦΡ ή εκφράσεις με σημασία συνήθ. τροπική ή χρονική:
ένστολος -η -ο [énstolos] Ε5 : που φορά στολή: ~ πολίτης*. || (ως ουσ.).
ΣΧΟΛΙΑ
Άρα την στολή την φέρουν οι οιονδήποτε που ασκούν οιοδήποτε επάγγελμα ή εργασία αλλά και δραστηριότητα .Το EN έχει τροπική (ανάλογα με το επάγγελμα -εργασία ) αλλά κυρίως έχει ΧΡΟΝΙΚΗ έννοια . ΜΟΝΟΝ όταν κάνει χρήση της στολής τότε είναι ένστολος δηλαδή μόνον κατά τον χρόνο της συγκεκριμένης δραστηριότητας .
Συμπέρασμα ότι η λέξη ένστολος ουδεμία σχέση έχει με την ιδιότητα του καθενός ή με το επάγγελμα του και σύμφωνα με το Σύνταγμα της Ελλάδος πουθενά δεν υπάρχει ιδιότητα ή επάγγελμα ενστόλου . Εξάλλου στό Σύνταγμα της Ελλάδος ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας είναι Αρχηγός των ΕΝΟΠΛΩΝ Δυνάμεων και όχι των ενστόλων . Διευκρινίζεται ΕΝΟΠΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ και όχι ΕΝΣΤΟΛΕΣ . Γιατί εάν είναι των εν-στολή (ενστόλων) τότε είναι Αρχηγός οιονδήποτε που φορά στολή .
Οι νέοι εισέρχονται στις ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΕΣ ΣΧΟΛΕΣ και όχι στις ένστολες σχολές για να ακολουθήσουν το Στρατιωτικό επάγγελμα και όχι το ένστολο . Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τα Σώματα Ασφαλείας .
ΛΕΞΙΚΟ
στρατιωτικός -ή -ό [stratiotikós] Ε1 : 1α. που έχει σχέση με το στρατό ή με το στρατιώτη και γενικότερα με τις ένοπλες δυνάμεις, που ανήκει σε αυτές, που γίνεται από ή για αυτές, που στηρίζεται σε αυτές: Στρατιωτι κή υπηρεσία / θητεία. Στρατιωτικό επάγγελμα. Στρατιωτικό αεροδρόμιο / όχημα / νοσοκομείο. Στρατιωτική βάση / φυλακή / σχολή / στολή. Στρατιωτική επιχείρηση / συμμαχία / βοήθεια / δικτατορία. ~ γιατρός, αξιωμα τικός με ειδικότητα γιατρού. ~ ιερέας, που υπηρετεί μόνιμα στο στρατό. ~ ακόλουθος πρεσβείας. ~ νόμος, που κηρύσσεται σε μια χώρα ή σε μια περιοχή σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης, όταν θεωρείται ότι απειλείται η ασφάλεια της χώρας ή του πολιτεύματος, και αναστέλλει θεμελιώδεις διατάξεις του συντάγματος. Στρατιωτική δικαιοσύνη, για αδικήματα που διαπράττουν όσοι υπηρετούν στις ένοπλες δυνάμεις. ~ χαιρετισμός, στάση προσοχής με τη δεξιά παλάμη στην άκρη του γείσου του πηλικίου. β. που ταιριάζει σε στρατιώτη ή σε αξιωματικό: Στρατιωτική πειθαρχία, που επιβάλλεται στο στρατό και με επέκταση, η απόλυτη πειθαρχία. Στρατιωτική νοοτροπία. Στρατιωτικό πνεύμα. Kηδεύτηκε με στρατιωτικές τιμές. 2. (ως ουσ.) α. ο στρατιωτικός, μόνιμος αξιωματικός ή υπαξιωματικός όλων των κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, (με επέκταση και για τους μη βαθμοφόρους), σε αντιδιαστολή προς τον πολίτη3: Θα γίνει ~. Οι οικογένειες των στρατιωτικών. β. το στρατιωτικό, η στρατιωτική θητεία: Kάνω το ~ μου, υπηρετώ τη θητεία μου. γ. τα στρατιωτικά, η στρατιωτική στολή, σε αντιδιαστολή προς τη λέξη πολιτικά: Φόρεσε (τα) στρατιωτικά (του). Είναι ντυμένος ~.
Παρακαλώ σταματήστε να μειώνετε τους στρατιωτικούς με την αντισυνταγματική , παράτυπη , άσχετη με την ιδιότητά τους και ελληνική ετυμολογία , ονομασία ένστολος , εκτός και κρύβονται σκοπιμότητες μειώσεώς τους .
Δημήτρης Αναγνωστόπουλος
Ταξίαρχος ε.α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου