Στο χτύπημα της θύρας του Παραδείσου βαριά αντήχησε η ερώτηση :
-Ποιος είναι ; ρώτησε από μέσα ο Χριστός.
-Εγώ, απάντησε ο ασκητής.
Η πόρτα έμεινε κλειστή. Καμιά φωνή από πουθενά. Έφυγε πάλι για την έρημο. Υποβλήθηκε σε νέες πνευματικές ασκήσεις και ξαναγύρισε. Χτύπησε την πόρτα και στο ερώτημα "ποιος είναι" αυτή τη φορά απάντησε :"Εσύ"... Άνοιξε διάπλατα η θύρα. Γιατί είχε τώρα πια ανακαλύψει ποιο ήταν εκείνο, που την κρατούσε κλειστή.
Ήταν το "εγώ" του εγωιστή ανθρώπου, που έπρεπε να αντικατασταθεί με το "εσύ" του Χριστού.
-Ποιος είναι ; ρώτησε από μέσα ο Χριστός.
-Εγώ, απάντησε ο ασκητής.
Η πόρτα έμεινε κλειστή. Καμιά φωνή από πουθενά. Έφυγε πάλι για την έρημο. Υποβλήθηκε σε νέες πνευματικές ασκήσεις και ξαναγύρισε. Χτύπησε την πόρτα και στο ερώτημα "ποιος είναι" αυτή τη φορά απάντησε :"Εσύ"... Άνοιξε διάπλατα η θύρα. Γιατί είχε τώρα πια ανακαλύψει ποιο ήταν εκείνο, που την κρατούσε κλειστή.
Ήταν το "εγώ" του εγωιστή ανθρώπου, που έπρεπε να αντικατασταθεί με το "εσύ" του Χριστού.
Ο Τελώνης του Ευαγγελίου το μόνο που έκανε ήταν να σκύψει το κεφάλι και να ψιθυρίσει: "ο Θεός ιλάσθητι μου τω αμαρτωλώ".
Αλλ' αυτό ήταν η έσχατη ταπείνωση και η υπέρτατη η τέλεια προσευχή. Η προσευχή που μου ταίριαζει. Η προσευχή που σίγουρα ταιριάζει σε όλους τους αμαρτωλούς. Δηλαδή σε όλους τους ανθρώπους.
Δεν υπάρχει αμαρτία τόσο βαριά, που να μην μπορεί να την σηκώσει ο Θεός και να την εκσφεντονίσει στον ωκεανό της αγάπης Του.
Όταν ένας καλεσμένος χαιρέτησε και έφυγε από την γιορτή οι άλλοι που έμειναν άρχισαν να τον κακολογούν. Το ίδιο και για τον δεύτερο και για τον τρίτον. Ένας από τους καλεσμένους δεν εννοούσε να σηκωθεί να φύγει. Θα μείνω εδώ απόψε είπε, γιανα μην πάθω ότι οι προηγούμενοι.
Αυτός που ξέρει λίγα μιλάει πολύ. Αυτός που ξέρει πολλά μένει σιωπηλός
Ο πρώτος γιατί θεωρεί σπουδαία αυτά τα λίγα που ξέρει. Ο άλλος σιωπά γιατί ξέρει το μέγεθος και την αξία αυτών που δεν ξέρει.
Διηγούνται για δύο φιλάργυρους που βρέθηκαν σε ναυάγιο, κι' ενώ το πλοίο βούλιαζε ο ένας έμπαινε στις καμπίνες και γέμιζε τις τσέπες του με ότι ακριβό εύρισκε. Στον καμαρρώτο που του φώναε "τι κάνεις αυτού" απάντησε. " ¨Εζησα με το πάθος να μαζεύω. Και δεν μπορώ παρά να βουλιάξω μαζί του"
Ο άλλος έγραφε τη διαθήκη του. Κι' αφού γέμισε έναν κατάλογο με ακίνητα, χρήματα, καταθέσεις, στο τέλος όριζε κληρονόμο τον εαυτόν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου