Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Χίλιοι νεκροί για ένα επώνυμο ρούχο

Η πρόσφατη τραγωδία στο Μπαγκλαντές, με τους χίλιους νεκρούς σε εργοστάσιο παραγωγής επώνυμων ρούχων, προκαλεί φρίκη αλλά και βάζει σε σκέψεις.
Σκέψεις, σχετικά με τη βιομηχανία παραγωγής ειδών ένδυσης, τσαντών, και άλλων σχετικών ειδών πολυτελείας, που προορίζονται κυρίως για το καταναλωτικό κοινό των χωρών της Δύσης, αλλά και των εύπορων κοινωνικών στρωμάτων σε άλλες χώρες.

Φορώντας ένα επώνυμο ρούχο, ένα επώνυμο ρολόι ή κρατώντας στο χέρι μία επώνυμη τσάντα, ξεχωρίζουμε από την υπόλοιπη “πλέμπα”, γινόμαστε και εμείς επώνυμοι, διαφορετικοί. Απαραίτητη προϋπόθεση, η ύπαρξη του αναγνωρίσιμου σήματος (του οποίου γινόμαστε ζωντανή διαφήμιση), που μας εξασφαλίζει, απέναντι στους άλλους που μας βλέπουν, το ότι ανήκουμε στους ξεχωριστούς. Και μη μου πείτε ότι αγοράζουμε τέτοια προϊόντα γιατί έχουν ανώτερη ποιότητα και αντέχουν στον χρόνο. Βγάλτε το σηματάκι της μάρκας από ένα τέτοιο (πανάκριβο) πουκάμισο και δεν θα τα αγοράσει κανείς - κι ας είναι υψηλής ποιότητας.
Είναι κάμποσα χρόνια τώρα, που είναι γνωστό πως τα περισσότερα τέτοια προϊόντα δεν παράγονται στη Δύση, αλλά σε χώρες του Τρίτου Κόσμου και κάτω από άθλιες συνθήκες εργασίας. Οι εργάτες αυτοί, μεταξύ τους και ανήλικα παιδιά, εργάζονται πολύ πέραν του οκτάωρου, έξι και επτά μέρες τη βδομάδα, στοιβαγμένοι σε χώρους που ούτε κατά διάνοια δε θα αποκαλούσαμε χώρους εργασίας, χωρίς προδιαγραφές υγιεινής και ασφάλειας, και με μηνιαίο μισθό που σπάνια ξεπερνά τα τριάντα δολάρια.

Με τέτοια υπερ-συμπίεση του κόστους παραγωγής πώς γίνεται και τα επώνυμα αυτά προϊόντα είναι τόσο ακριβά; Πού πάνε τα χρήματα; Η απάντηση είναι απλή: Τα χρήματα πάνε σε πολυδάπανες καμπάνιες διαφήμισης και, κυρίως, στα υπερκέρδη των κατασκευαστών των επώνυμων αυτών προϊόντων.
Τα παραπάνω παραπέμπουν και σε ένα άλλο μεγάλο θέμα που είναι αυτό του παραεμπορίου των προϊόντων "μαϊμού". Στη σημερινή παγκόσμια καταναλωτική κοινωνία, όπου το «ποιος είμαι» συγχέεται, ή και ταυτίζεται, με το «τι έχω», είναι λογικό τα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα να θέλουν και αυτά να μετέχουν του χορού της «πολυτέλειας». Επειδή δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές των προϊόντων αυτών, και με δεδομένο ότι οι αγορές ανταποκρίνονται πάντα στη ζήτηση, έχει δημιουργηθεί, και ανθεί, το εμπόριο των λεγόμενων προϊόντων «μαϊμού».

Τα προϊόντα αυτά πουλιούνται συνήθως σε υπαίθριους χώρους, σε πρόχειρα στημένα «μαγαζιά» που τις περισσότερες φορές δεν είναι τίποτε άλλο από μια κουβέρτα στην οποία τοποθετούνται (ατάκτως ερριμμένα) τα "μαϊμού" επώνυμα προϊόντα μαζί με κάποιο αγαλματίδιο από ελεφαντοστό, μια και συχνά οι μικροπωλητές αυτοί είναι μαύροι Αφρικανοί. Σε αυτά τα κατ’ ευφημισμό μαγαζιά, μπορεί η κοπελίτσα από τα λιγότερο οικονομικά ανθηρά προάστια να αγοράσει, επιτέλους(!), την πολυπόθητη επώνυμη τσάντα για λίγες δεκάδες ευρώ, έναντι των εκατοντάδων ή και χιλίων ευρώ που κοστίζει η original, ή ο νεαρός το επώνυμο μπλουζάκι. Οι αγοραστές των προϊόντων αυτών γνωρίζουν πως αγοράζουν "μαϊμού"; Νομίζω πως, με εξαίρεση λίγους αφελείς, οι περισσότεροι το γνωρίζουν, αλλά και δεν τους νοιάζει! Η χαρά του να φοράς ή να κουβαλάς «επώνυμη» μάρκα, έστω και "μαϊμού", είναι από μόνη της αρκετή. Γιατί, δηλαδή, να δικαιούται η εύπορη κυρία, ή και η λιγότερο εύπορη κυρία. που όμως έκανε το σκ… της παξιμάδι προκειμένου ν’ αγοράσει την επώνυμη τσάντα, να μας την πετάει επιδεικτικά στη μούρη, λέγοντάς μας, βλέπετε ποια είμαι(!), και να μη δικαιούται η κοπελίτσα που λέγαμε να κάνει το ίδιο και μάλιστα να βγάζει και τη γλώσσα στην πρώτη, λέγοντάς της, «να! κι εγώ έχω την ίδια τσάντα, τι και αν είναι "μαϊμού", δεν με νοιάζει».

Ξέρω πολύ καλά ότι οι απόψεις μου αυτές δεν είναι «πολιτικά ορθές» για τους περισσότερους, και σίγουρα όχι για το κράτος το οποίο κυνηγά με λύσσα τους φτωχοδιάβολους μικροπωλητές γιατί λέει, και ορθά το λέει, υπάρχει διαφυγή κρατικών εσόδων (Φ.Π.Α. κ.ά). Όμως επειδή τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο απλά, όσο μας τα εμφανίζουν, μπαίνει το ερώτημα, με τα τεράστια ποσά που φοροδιαφεύγουν έχοντας τα εργοστάσια παραγωγής σε χώρες του Τρίτου κόσμου, με τους μισθούς πείνας και τις άθλιες συνθήκες εργασίας, χωρίς συντάξεις και ιατρική περίθαλψη, με τα υπερκέρδη των εταιρειών, τι γίνεται; Η απάντηση για μας είναι απλή: εμείς δεν ανήκουμε ούτε στις χώρες της Δύσης με τις μεγάλες αυτές εταιρείες, αλλά ούτε και στον Τρίτο κόσμο (προς ώρας) με τη στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων που έχουν εκεί. Οπότε, όλα καλά. Εμείς αρκούμαστε να κυνηγάμε τον φουκαρά τον μικροπωλητή, που πανικόβλητος στη θέα του αστυνομικού, μαζεύει την πραμάτεια του σε δευτερόλεπτα και το βάζει στα πόδια. Εμείς, βλέπετε, είμαστε μια ευνομούμενη πολιτεία και τέτοια πράγματα δεν τα ανεχόμαστε. (Άλλο το ότι διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλο!)

Από τη μεριά μου δηλώνω πως είμαι στο πλευρό της κοπελίτσας που ονειρεύεται την επώνυμη τσάντα και του νεαρού που ονειρεύεται το επώνυμο μπλουζάκι και που χωρίς να το ξέρουν βρίσκονται να είναι η αιτία της ύπαρξης αυτού του παραεμπορίου. Καγχάζω δε με την κυρία που αγόρασε πανάκριβα την τσάντα της και που σκανδαλίζεται και στραβομουτσουνιάζει στη θέα της τσάντας των πενήντα ευρώ που τόσο μοιάζει με τη δική της των χιλίων…

Όμως, ας σοβαρευτούμε. Για την καταναλωτική κοινωνία που εμείς δημιουργήσαμε και που μας φύτεψε αυτά τα όνειρα και ευθύνεται για όλη αυτή την κατάσταση, δε θα πούμε τίποτε; Μας αρκεί το κυνηγητό του μικροπωλητή;


Αλέκος Λασκαράτος 


ΠΗΓΗ:http://anoixti-matia.blogspot.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου